χλωροποιός

χλωροποιός
χλωροποιός
making green
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χλωροποιός — όν, Α 1. αυτός που κάνει κάτι χλωρό 2. αυτός που συντελεί στην βλάστηση 3. (κατά τον Ησύχ.) «χλωρὸν δέος τὸ χλωροποιόν τοιοῡτος γὰρ ὁ φόβος, χλωριάσεως ἐμποιητικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • χλωροποιόν — χλωροποιός making green masc/fem acc sg χλωροποιός making green neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωροποιοῖς — χλωροποιός making green masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού …   Dictionary of Greek

  • ԴԱԼԱՐԱՐԱՐ — ( ) NBH 1 0591 Chronological Sequence: Unknown date ա. χλοοποιός, χλωροποιός herbam producens, viride reddens Որ դալար առնէ, դալարացուցիչ. կանանչցընօղ. *Դալարարար եւ կենդանարար է ջուրն. Կոչ. ՟Ժ՟Է …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”